χιμίζω

χιμίζω
χίμισα και χίμιξα, και χιμώ και χιμάω χίμησα και χίμηξα, ορμώ εναντίον κάποιου, του επιτίθεμαι: Χίμησαν τα σκυλιά πάνω του και τον κατασπάραξαν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χιμίζω — Ν βλ. χυμίζω …   Dictionary of Greek

  • χυμώ — (I) όω, Α [χυμός] 1. προσδίδω γεύση σε κάτι 2. παθ. χυμοῡμαι, όομαι μετατρέπομαι σε χυμό. (II) και χουμώ και χιμώ, άω, και χυμίζω και χιμίζω και χοιμίζω και χουμίζω, Ν ορμώ, εφορμώ, ξεχύνομαι, επιτίθεμαι με ορμή εναντίον κάποιου (α. «σαν… …   Dictionary of Greek

  • χυμίζω — (I) Α [χυμός] μτφ. καθιστώ εύχυμο, κάνω πιο νόστιμο, πιο ευχάριστο κάτι («ἁρμονίαν ἐχύμισαν», Αριστοφ.). (II) και χοιμίζω και χιμίζω και χουμίζω Ν βλ. χυμώ …   Dictionary of Greek

  • χίμισμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χιμίζω, επίθεση, έφοδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιμώ — και χιμάω βλ. χιμίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”